παρωτίς

From LSJ
Revision as of 19:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωτίς Medium diacritics: παρωτίς Low diacritics: παρωτίς Capitals: ΠΑΡΩΤΙΣ
Transliteration A: parōtís Transliteration B: parōtis Transliteration C: parotis Beta Code: parwti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (οὖς) A tumour of the parotid gland, Dsc.2.80, Gal. 16.484, etc. 2 lobe of the ear, Lyc. 1402. 3 lock of hair or curl by the ear, Poll.2.28. 4 Archit., = οὖς 11.2, ornament depending from the end of the ὑπέρθυρον, λίθοι παρωτίδες Rev.Phil.44.250 (Didyma, ii B.C.), cf. Vitr.4.6.4.

German (Pape)

[Seite 530] ίδος, ἡ, die Drüse hinter dem Ohre u. bes. Geschwulst an der Ohrendrüse, Medic. – Auch Ohrläppchen, Lycophr. 1402. – Der Schmuck an den Thürpfosten, der Kragstein, parotides, Vitruv. 4, 6, 4, zw.

Greek (Liddell-Scott)

παρωτίς: -ίδος, ἡ, (οὖς) ὁ ἀδὴν ὁ παρὰ τὸ οὖς ἢ μᾶλλον ἐξοίδησις τοῦ ἀδένος τούτου, «παρωτίδες εἰσὶ παρὰ τοῖς ὠσὶν ἀποστήματα, ταῦτα ἔνιοι διοσκούρους ἐκάλεσαν· ἐπὶ πυρετοῖς γινόμεναι τὰ πολλὰ τῶν πυρετῶν ἀπαλλάσσουσι» Γαληνοῦ Ὅροι Ἰατρ. τ. 19, σ. 440, § τὸ β΄ ἔκδ. Kühn. 2) ὁ λοβὸς τοῦ ὠτός, Λυκόφρ. 1402. 3) βόστρυχος τριχῶν παρὰ τὸ οὖς, Πολυδ. Β΄, 28. 4) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, κόσμημά τι ἐξαρτώμενον ἐκ τοῦ ἄκρου τοῦ ὑπερθύρου (ὡσαύτως καλούμενον ἀγκών), Βιτρούβ. 4. 6, 4 (Schneider)· πρβλ. οὖς ΙΙ. 2.