πεκτέω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
(πέκω) A shear, clip, πεκτεῖν… προβάτων πόκον Ar.Av.714 :—Pass., to be shorn, metaph., of persons, πεκτούμενος Id.Lys.685.
German (Pape)
[Seite 547] = πέκω, kämmen, scheeren, πεκτεῖν πόκον προβάτων, Ar. Av. 714, u. pass., Lys. 685.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. πέκω.
Étymologie: *πεκτός de πέκω.
Greek Monotonic
πεκτέω: κουρεύω, ψαλιδίζω, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεκτέω [πέκω] scheren, overdr.. ποιήσω... βωστρεῖν σ ’ ἐγὼ πεκτούμενον ik zal zorgen dat je het uitgilt als je klappen krijgt Aristoph. Lys. 685.
Russian (Dvoretsky)
πεκτέω: (= πέκω) стричь (προβάτων πόκον Arph.).