περιμάχομαι
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
A fight around one, X.Cyr.7.1.41.
German (Pape)
[Seite 582] (s. μάχομαι), um Etwas kämpfen, Xen. Cyr. 7, 1, 41; entweder um es zu vertheidigen od. es in seine Gewalt zu bekommen.
Greek (Liddell-Scott)
περιμάχομαι: ἀποθ., μάχομαι πέριξ τινός, ἀνεχώρισε πάντας τοὺς περιμαχομένους καὶ μάχεσθαι οὐδένα ἔτι εἴα Ξεν. Κύρ. 7. 1, 41.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
combattre tout autour, de tous côtés.
Étymologie: περί, μάχομαι.
Greek Monolingual
Α
μάχομαι γύρω από κάτι ή για κάτι.
Russian (Dvoretsky)
περιμάχομαι: (ᾰ) сражаться вокруг: οἱ περιμαχόμενοι Xen. те, которые вели бой вокруг (Кира).