προανέχω
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
English (LSJ)
A hold up before, βωμὸς π. γωνίας has projecting angles, J.BJ5.5.6. II intr., rise up above or jut out beyond, Th.7.34: c. gen., J.BJ5.4.4, etc.
German (Pape)
[Seite 707] (s. ἔχω), vorher in die Höhe halten, Suid.; – intrans., hervorragen, Clem. Al. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προανέχω: μέλλ. -έξω, ἀνέχω πρό τινος, κρατῶ ὑψηλὰ ἔμπροσθέν τινος, κερατοειδεῖς προανέχων γωνίας, ἔχων προεξεχούσας γωνίας, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 5, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐγείρομαι, ὑψοῦμαι ὑπεράνω τινός, ἐξέχω πρὸς τὰ ἄνω ὑπέρ τι, διάφορ. γραφ. ἐν Θουκ. 7. 34· μετὰ γεν., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4. 4, κτλ.· μεταφορ., πρ. ἔν τινι, ἐξέχειν ἔν τινι, Κλήμ. Ἀλεξ. 345.
Greek Monolingual
Α
1. κρατώ κάτι ψηλά μπροστά σε κάποιον ή κρατώ κάτι ψηλά εκ των προτέρων
2. εξέχω από κάτω προς τα πάνω («τὸ τεῑχος... τοῦ λόφου καθάπερ κορυφή τις ὑψηλότερα προανεῑχεν», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀνέχω «κρατώ ψηλά»].
Russian (Dvoretsky)
προᾰνέχω: v. l. ἀνέχω выдаваться вперед: ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις Thuc. на выступающих вперед оконечностях (залива).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-ανέχω, intrans. ervoor en erboven uitsteken:. ἐπὶ ταῖς προανεχούσαις ἄκραις op de punten (van de landtong) die naar voren boven hen uitstaken Thuc. 7.34.2.