προσάλλομαι

From LSJ
Revision as of 21:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάλλομαι Medium diacritics: προσάλλομαι Low diacritics: προσάλλομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: prosállomai Transliteration B: prosallomai Transliteration C: prosallomai Beta Code: prosa/llomai

English (LSJ)

A jump up at, X.Cyr.8.4.20, Arist.HA612a11, Str. 16.4.19, Plu.2.977c; of a wind, Arist.Mu.395a7; π. τῷ στέρνῳ, of the heart, Ruf. Syn.Puls.3.6.

German (Pape)

[Seite 748] (s. ἅλλομαι), hinzu-, hinausspringen; Xen. Cyr. 8, 4, 20; Arist. H. A. 9, 6; Strab. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προσάλλομαι: ἀποθετ., πηδῶ ἐπάνω εἴς τινα ὡς κύων, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20˙ πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 4, Πλούτ. 2. 977C· ἐπὶ ἀνέμου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 16.

French (Bailly abrégé)

f. προσαλοῦμαι, ao. προσηλάμην, etc.
sauter vers, sauter.
Étymologie: πρός, ἅλλομαι.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.)
1. πηδώ επάνω σε κάποιον
2. αναπηδώ για να φτάσω κάτι που βρίσκεται ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἅλλομαι «αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].

Greek Monotonic

προσάλλομαι: αποθ., πηδώ επάνω σε κάποιον, όπως ο σκύλος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσάλλομαι: подскакивать, подпрыгивать (ὡς τὰ κυνάρια Xen.; πρὸς τὸ δένδρον Arst.): πνεῦμα προσαλλόμενον Arst. порыв ветра.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-άλλομαι opspringen tegen.

Middle Liddell


Dep. to jump up at one, like a dog, Xen.