πρωτοπρεσβύτερος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ὁ, A chief elder, MAMA3.670 (Corycus).
German (Pape)
[Seite 806] ὁ, der erste Presbyter, Phot. 81 b 20.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοπρεσβύτερος: [ῠ], ὁ, ὁ πρῶτος πρεσβύτερος, πρωτοπαπᾶς, Συλλ. Ἐπιγρ. 8822, -37.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ πρεσβύτερος
εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που εμφανίστηκε πολύ νωρίς στην Εκκλησία, γύρω στον 4ο αιώνα και δινόταν από τον επίσκοπο με ειδικό διορισμό και τέλεση ακολουθίας στον αρχαιότερο κατά τα πρεσβεία, ενώ σήμερα είναι απλώς ένας τίτλος τιμής και μία διάκριση που δίνεται μόνον σε έγγαμους ιερείς από τον επίσκοπο, με ειδική ακολουθία που ονομάζεται προχείριση.