σιτοδοτέω

From LSJ
Revision as of 09:07, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοδοτέω Medium diacritics: σιτοδοτέω Low diacritics: σιτοδοτέω Capitals: ΣΙΤΟΔΟΤΕΩ
Transliteration A: sitodotéō Transliteration B: sitodoteō Transliteration C: sitodoteo Beta Code: sitodote/w

English (LSJ)

A furnish corn, Poll.6.36, Them.Or.23.289b. II furnish with provisions or victuals, δραπέτας IG5(1).1390.81 (Andania, i B.C.), cf. Them.Or.23.292d:—Pass., to be provisioned, be victualled, Th.4.39, PCair.Zen.620.14 (iii B.C.); esp. at Rome, of the recipients of the corn-dole, ὁ σιτοδοτούμενος ὄχλος or δῆμος, D.C.43.21, 55.10.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide geben, mit Getreide versehen, Poll. 6, 36, ἐσιτοδοτοῦντο, Thuc. 4, 39; σιτοδοτούμενοι = σῖτον ἀπομετρούμενοι, B. A. 302; vgl. σιτομετρέω.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδοτέω: παρέχω σῖτον ἢ ζωοτροφίας, ὡς τὸ σιτομετρέω, Πολυδ. Ϛ΄, 36. ΙΙ. ἐφοδιάζω μὲ σῖτον ἢ μὲ τροφάς, τινας Θεμίστ. 292D. ― Παθ., λαμβάνω τροφάς, ζωοτροφίας, Θουκ. 4. 39· μάλιστα ἐν Ρώμῃ, ὁ σιτοδοτούμενος ὄχλοςδῆμος Δίων Κ. 43. 21., 55. 10· πρβλ. σιτηρέσιον, σιτοδοσία.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
distribuer du blé à, acc. ; Pass. recevoir une distribution de blé.
Étymologie: σιτοδότης.

Greek Monotonic

σῑτοδοτέω: μέλ. -ήσω, εφοδιάζω με τρόφιμα, προμήθειες, τροφοδοτώ — Παθ., μου παρέχονται τρόφιμα, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι, τροφοδοτούμαι, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῑτοδοτέω [σιτοδότης] graan verstrekken, provianderen.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοδοτέω: раздавать хлеб или снабжать продовольствием (περὶ εἴκοσιν ἡμέρας ἐσιτοδοτοῦντο Thuc.).

Middle Liddell

σῑτοδοτέω, fut. -ήσω
to furnish with provisions:—Pass. to be provisioned or victualled, Thuc. [from σῑτοδότης]