συνερύω
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
Ion. συνειρύω, A draw together, in aor. Pass., ὁκόταν . . συνειρυσθῇ ὑπὸ τοῦ ῥίγεος Hp.Morb.1.26: pf. Pass. συνείρ<υ>ται· συνέσπασται, Hsch. 2 metaph. in Act., τίς σε δαιμόνων κακῇ ἀθυμίῃ ξυνείρυσεν; Epigr. ap. D.L.2.112.
Greek Monolingual
και ιων. τ. συνειρύω Α
συνέλκω, συσπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρύω «έλκω, σύρω»].
Russian (Dvoretsky)
συνερύω: (impf. συνείρυον) втягивать, вовлекать, (ἀθυμίῃ τινά Diod.).