συνύφειαι
From LSJ
ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
English (LSJ)
[ῠ], αἱ, A bees' cells (from their net-like appearance), honeycomb, Arist.HA624a11.
German (Pape)
[Seite 1038] αἱ, die mit einander verbundenen Stücke von Wachszellen, Honigwaben, Arist. H. A. 9, 40.
Greek (Liddell-Scott)
συνύφειαι: [ῠ], αἱ, τὰ συνυφασμένα κύτταρα τῶν μελισσῶν, ἡ κηρήθρα, «μελόπηττα», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9 ἃς ὡσαύτως καλεῖ ἱστοὺς συνυφεῖς, αὐτόθι 8.
Greek Monolingual
αἱ Α
κηρήθρα τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνυφαίνω, λόγω του ότι η κηρήθρα έχει μορφή πλέγματος].
Russian (Dvoretsky)
συνύφειαι: (νῠ) αἱ ячеечная ткань, т. е. соты Arst.