σύριγμα
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
[ῡ], ατος, τό, A sound of a pipe, in pl., E.Ba.952, Ar.Ach. 554; whistling, κυνορτικὸν σ. S.Ichn.167; ἀνέμων Orph.H.34.25; hissing of the serpent Pytho, Pae.Delph.20 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1040] τό, das Gepfiffene, Ton der Pfeife; Eur. Bacch. 950; Ar. Ach. 528.
Greek (Liddell-Scott)
σύριγμα: [ῡ], τό, ὁ ἦχος σύριγγος. Εὐρ. Βάκχ. 952, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554· «σφύριγμα», ἀνέμων Ὀρφ. Ὕμν. 34. 25.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sifflement, son sifflant.
Étymologie: συρίζω, συρίττω.
Greek Monolingual
και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν συρίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συρίζω, ο ήχος της σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ' ἔχει συρίγματα», Ευρ.)
2. συριστικός ήχος, συριγμός («ἐκφωνεῑται τὸ σ τοῡ πνεύματος... περὶ τοὺς ὀδόντας λεπτὸν καὶ στενὸν ἐξωθοῡντος τὸ σύριγμα», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
(κυρίως στο θέατρο) αποδοκιμασία με σφύριγμα.
Greek Monotonic
σύριγμα: [ῡ], -ατος, τό (συρίζω), ήχος, σφύριγμα αυλού, σε Ευρ., Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύριγμα -ατος, τό [συρίζω] klank van de panfluit gefluit (ook plur. ):. Πανὸς ἕδρας ἔνθ ’ ἔχει συρίγματα de zetels van Pan, waar de syrinx klinkt Eur. Ba. 952.
Russian (Dvoretsky)
σύριγμα: ατος (ῡ) τό звук свирели, свист Eur., Arph.