τετραγωνικός
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ή, όν, A of a square, square, Iamb. in Nic. p.59 P., al., Procl.Hyp.3.6, Simp. in Ph.59.19. Adv. -κῶς Iamb. in Nic. p.27 P.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τετραγωνικός, -ή, -όν, ΝΑ τετράγωνος
αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, τετράγωνος
νεοελλ.
1. μτφ. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος («τετραγωνικό επιχείρημα»)
2. χημ. (για χαρακτηρισμό μιας μορφής υβριδίωσης) αυτή στην οποία συμμετέχουν τέσσερα τροχιακά ενός ατόμου, ένα s και τρία p ή και κάποτε και d
3. το ουδ. ως ουσ. το τετραγωνικό
τετράγωνο τμήμα επιφάνειας που κάθε πλευρά του έχει μήκος ένα μέτρο
4. φρ. α) «τετραγωνική ρίζα του αριθμού α»
μαθημ. ο αριθμός ο οποίος πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του δίνει τον α («τετραγωνική ρίζα του 9 είναι ο αριθμός 3»)
β) «τετραγωνική εξίσωση»
μαθημ. εξίσωση δευτέρου βαθμού
γ) «μέση τετραγωνική ταχύτητα»
φυσ. η μέση ταχύτητα ενός συστήματος κινούμενων σωματιδίων η οποία ορίζεται έτσι ώστε το τετράγωνό της να είναι ίσο προς τον μέσο όρο τών τετραγώνων τών επιμέρους ταχυτήτων τών σωματιδίων και η οποία προσδιορίζει τη θερμοκρασία του
δ) «τετραγωνικό σύστημα»
(κρυσταλλ.) μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα κρυσταλλικό στερεό
ε) «τετραγωνικό μυαλό» — λογικός και θετικός άνθρωπος.
επίρρ...
τετραγωνικώς / τετραγωνικῶς, ΝΜΑ, και τετραγωνικά Ν
με τετραγωνικό τρόπο.