φιλεργία
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ἡ, A industry, X.Oec.20.26, D.36.5, Arist. Rh. 1361a8, OGI669.33 (Egypt, i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1276] ἡ, Arbeitsliebe, Liebe zur Arbeit, Emsigkeit bei der Arbeit; Xen. Oec. 20, 26; Dem. 36, 5; Plut. Rom. 15 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλεργία: ἡ, ἡ πρὸς τὴν ἐργασίαν ἀγάπη, φιλοπονία, Ξενοφ. Οἰκ. 20. 26, Δημ. 945. 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour du travail.
Étymologie: φιλεργός.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλεργός
αγάπη για εργασία, φιλοπονία.
Greek Monotonic
φῐλεργία: ἡ, αγάπη για δουλειά, εργατικότητα, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φιλεργία: ἡ любовь к деятельности, трудолюбие, прилежание Xen., Dem., Arst., Plut.
Middle Liddell
φῐλεργία, ἡ,
love of labour, industry, Xen., Dem.