χρυσεόδμητος

From LSJ
Revision as of 15:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεόδμητος Medium diacritics: χρυσεόδμητος Low diacritics: χρυσεόδμητος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΔΜΗΤΟΣ
Transliteration A: chryseódmētos Transliteration B: chryseodmētos Transliteration C: chryseodmitos Beta Code: xruseo/dmhtos

English (LSJ)

ον, A built or formed of gold, A.Ch. 617 (lyr., but Herm. χρυσεοκμήτοισι, gold-wrought).

German (Pape)

[Seite 1379] l. d. für χρυσεόκμητος.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόδμητος: -ον, ᾠκοδομημένος ἢ κατεσκευασμένος ἐκ χρυσοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 616 ἔνθα ὁ Ἕρμανν. χρυσεοκμήτοισι, ἐκ χρυσοῦ πεποιημένοις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait litt. bâti d’or.
Étymologie: χρυσός, δέμω.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. χρυσεόκμητος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) οικοδομημένος ή, γενικά, κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσεοδμήτοισιν ὅρμοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χρυσεόδμητος < χρυσεο- (βλ. λ. χρυσο-) + -δμητος (< δέμω «κατασκευάζω, οικοδομώ»), πρβλ. νεό-δμητος, ενώ ο τ. χρυσεόκμητος με β' συνθετικό -κμητος < κάμνω «κάνω, φτειάχνω», (πρβλ. σιδηρό-κμητος)].

Greek Monotonic

χρῡσεόδμητος: -ον, κατασκευασμένος από χρυσό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεόδμητος: v. l. χρῡσεό-κμητος 2 сделанный из золота (ὅρμοι Aesch.).

Middle Liddell

χρῡσεό-δμητος, ον,
formed of gold, Aesch.