ψυχαγωγικός

From LSJ
Revision as of 16:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχᾰγωγικός Medium diacritics: ψυχαγωγικός Low diacritics: ψυχαγωγικός Capitals: ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: psychagōgikós Transliteration B: psychagōgikos Transliteration C: psychagogikos Beta Code: yuxagwgiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A attractive, persuasive, ἔστι δὲ . . -κώτατον ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a; ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δέ Arist.Po.1450b17.

German (Pape)

[Seite 1402] ή, όν, zum ψυχαγωγός gehörig, ihm eigen, bes. die Seele an sich ziehend, ergötzend; im superl. Plat. Min. 321 a; Arist. poet. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχᾰγωγικός: -ή, -όν, θελκτικός, πειστικός, ἔστι δὲ ... ψυχαγωγικότατον ἡ τραγωδία Πλάτ. Μίνως 321Α· ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δὲ Ἀριστ. Ποιητ. 6. 28·

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
attrayant, séduisant.
Étymologie: ψυχαγωγός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψυχαγωγικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ψυχαγωγός / ψυχαγωγία
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβάλλει στην ψυχαγωγία, ο ευάρεστος στην ψυχή και στο πνεύμα
αρχ.
θελκτικός, πειστικός.
επίρρ...
ψυχαγωγικώς / ψυχαγωγικῶς, ΝΜΑ, και ψυχαγωγικά Ν
με τρόπο ευάρεστο στην ψυχή και στο πνεύμα ή με σκοπό την ψυχαγωγία
αρχ.
πειστικά.

Greek Monotonic

ψῡχᾰγωγικός: -ή, -όν, ελκυστικός, πειστικός, θελκτικός, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχαγωγικός -ή -όν [ψυχαγωγία] meeslepend.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχᾰγωγικός: увлекательный, пленяющий (τραγῳδία Plat.; ὄψις Arst.).

Middle Liddell

ψῡχᾰγωγικός, ή, όν
attractive, persuasive, Plat.