ἀθεότης
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ητος, ἡ, A godlessness, Pl.Plt.308e: in pl., Id.Lg.967c. II atheism, Ph.1.360,368, etc., Plu.2.165c. 2 neglect of the gods of the state, D.C.67.14.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
impiété.
Étymologie: ἄθεος.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 impiedad, menosprecio de los dioses, ἀνομία καὶ ἀ. Pl.Ep.336b, ἀ. καὶ ὕβρις καὶ ἀδικία Pl.Plt.309a, ἀ. καὶ δυσχερεία Pl.Lg.967c
•esp. ref. a la religión del Estado ἐπηνέχθη δὲ ἀμφοῖν ἔγκλημα ἀθεότητος se formuló contra los dos una acusación de impiedad D.C.67.14.2, τῶν χριστομάχων anón. crist. en PLit.Palau Rib.13ue.18.
2 no creencia en la existencia de los dioses, ateísmo ἀθεότητος εἰσηγητής Ph.1.360, ἀσεβείας καὶ ἀθεότητος ἕταιροι Ph.1.368
•op. δεισιδαιμονία Plu.2.165c, ἡ πρώτη ἀ. ateísmo en primer grado (e.d. el de aquellos οἵ γε μηδὲ εἶναι λέγοντες θεούς) Porph.in Tim.28, ἡ δευτέρα ateísmo en segundo grado, agnosticismo (e.d. el de ὅσοι τὴν πρόνοιαν ἄρδην ἀνατρέπουσι θεοὺς εἶναι διδόντες) Porph.in Tim.28
•de Epicuro, Clem.Al.Strom.1.1.1, cf. Prot.2.23.
Greek Monotonic
ἀθεότης: -ητος, ἡ, αθεΐα, ασέβεια, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθεότης: ητος ἡ
1) неверие в богов, безбожие Plut.;
2) тж. pl. нечестивость, бессовестность Plat.
Middle Liddell
ungodliness, Plat.