ἀντιφορτίζω
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
A take in a return-cargo, Str.5.3.5, Peripl.M.Rubr. 32; but the Med. is more usual in same sense, D.35.25 and 37: so metaph., Hp.Ep.17; τίμημα ἀ. τοῦ ἔργου Procop.Arc.20. II in Med. also, import in exchange for exports, X.Vect.3.2; take as returnfreight, ἀργύριον Arist.Mir.844a18. 2 Pass., χρήματα . . ἀντιφορτισθέντα goods received in exchange for the cargo, Syngr. ap. D.35.11, cf.ib.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφορτίζω: διὰ τῶν χρημάτων τοῦ πωληθέντος φορτίου ἀγοράζω ἄλλο ἐμπόρευμα καὶ φορτώνω δι’ αὐτοῦ τὸ πλοῖον, ἐπειδὰν ἀποδῶνται ἐν τῷ Πόντῳ ἃ ἦγον, πάλιν ἀνταγοράζειν χρήματα καὶ ἀντιφορτίζειν (-εσθαι, Blass) καὶ ἀπάγειν Ἀθήναζε Δημ. 931.1 (κατὰ τὰ ἄριστα τῶν χειρογρ.), ἀλλὰ τὸ μέσ. εἶναι συνηθέστερον ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, αὐτόθι 13., 935. 20. ΙΙ. ἐν μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, ἐξάγω ἐμπορεύματα ἀπέναντι τῶν εἰσαγομένων, τοῖς ἐμπόροις ... ἀντιφορτίζεσθαί τι ἀνάγκη˙ νομίσμασι γὰρ οὐ χρησίμοις ἔξω χρῶνται Ξεν. Πόρ. 3. 2˙ ἀργύριον Ἀριστ. π. Θαυμ. 135. 2) Παθ., ἐμπορεύματα φορτωθέντα ἀπέναντι τῶν πωληθέντων, καὶ ἀπάξουσι τὰ χρήματα τὰ ἐκ τοῦ Πόντου ἀντιφορτισθέντα, συγγραφὴ (συμφωνητικὸν) παρὰ Δημ. 926. 11., 931. 1.
French (Bailly abrégé)
importer ou recevoir en échange de marchandises exportées;
Moy. ἀντιφορτίζομαι importer une cargaison en échange de celle qu’on a exportée.
Étymologie: ἀντίφορτος.
Spanish (DGE)
1 act. coger, llevar como carga de retorno τὰ φορτία Str.5.3.5, σῖτον καὶ ἔλαιον Peripl.M.Rubri 32, en v. pas. τὰ χρήματα ... ἀντιφορτισθέντα D.35.11, cf. 24
•en v. med. mismo sent. ἀργύριον Arist.Mir.844a18, σῖτον IG 22.903.8 (II a.C.), οὐδέν D.35.25, cf. 37
•fig. ἀντιφορτισάμενος ἀποίσεις θεραπείην τὸν ἐμὸν γέλωτα Hp.Ep.17 (p.358), τίμημα τοῦ ἔργου Procop.Arc.20.5.
2 tb. en v. med. importar a cambio de exportaciones τι X.Vect.3.2.
Greek Monolingual
ἀντιφορτίζω (Α)
1. φορτώνω το πλοίο με εμπόρευμα που αγόρασα με χρήματα αποκτημένα από την πώληση άλλου φορτίου
2. (-ομαι) εισάγω εμπορεύματα αντί των εξαγόμενων.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφορτίζω: тж. med. брать обратным грузом, ввозить взамен (τι Xen., Arst., Dem.): τὰ ἀντιφορτισθέντα (χρήματα) Dem. ввозимые (импортные) товары.