ἐρυτήρ
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A that which draws up, ἐ. φάρυγγος, of a strip of papyrus used to induce vomiting, Nic.Al.363.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῠτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἐξελκύων ἢ σῴζων ἀπό τινος, κακῶν ἐρυτῆρα Νικ. Ἀλεξιφ. 363.
Greek Monolingual
ἐρυτήρ, -ῆρος ὁ (Α)
ερύω
αντικείμενο που τραβάει κάτι προς τα πάνω ή προς τα έξω («ἐρυτῆρα φάρυγγος» — λεπτό τεμάχιο παπύρου που τοποθετείται στον φάρυγγα για πρόκληση εμετού, Νίκ.).