ἡμερόφαντος

From LSJ
Revision as of 11:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερόφαντος Medium diacritics: ἡμερόφαντος Low diacritics: ημερόφαντος Capitals: ΗΜΕΡΟΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: hēmeróphantos Transliteration B: hēmerophantos Transliteration C: imerofantos Beta Code: h(mero/fantos

English (LSJ)

ον, A appearing by day, ὄναρ A.Ag.82 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1166] ὄνειρος, bei Tage erschienen, Aesch. Ag. 82.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόφαντος: -ον, ἐμφανιζόμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, ὄναρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui paraît ou se montre le jour.
Étymologie: ἡμέρα, φαίνω.

Greek Monolingual

ἡμερόφαντος, -ον (Α)
αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ὄναρ ἡμερόφαντον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. ά-φαντος, τηλέ-φαντος].

Greek Monotonic

ἡμερόφαντος: -ον (φαίνομαι), αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερόφαντος: появляющийся днем, дневной (ὄναρ Aesch.).

Middle Liddell

ἡμερό-φαντος, ον [φαίνομαι]
appearing by day, Aesch.