ὀνομακλήτωρ

From LSJ
Revision as of 12:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομακλήτωρ Medium diacritics: ὀνομακλήτωρ Low diacritics: ονομακλήτωρ Capitals: ΟΝΟΜΑΚΛΗΤΩΡ
Transliteration A: onomaklḗtōr Transliteration B: onomaklētōr Transliteration C: onomaklitor Beta Code: o)nomaklh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, (καλέω) A one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.Merc.Cond.10, Ath.2.47e.

German (Pape)

[Seite 349] ορος, ὁ, der die Namen der Leute (kennt u.) nennt, das lat. nomenclator; Ath. II, 47 e; Luc. merc. cond. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομακλήτωρ: -ορος, ὁ (καλέω) ὁ ἀναγγέλλων τοὺς δαιτυμόνας ὀνομαστί, Λατ. nomenclator, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 12, Ἀθήν. 47D.

French (Bailly abrégé)

τορος (ὁ) :
serviteur chargé de nommer à son maître les passants ou les citoyens ; à Rome nomenclator.
Étymologie: ὄνομα, καλέω.

Greek Monolingual

ὀνομακλήτωρ, ὁ (ΑΜ, Μ και ὀνοματοκλήτωρ)
υπηρέτης εντεταλμένος να αναγγέλλει ονομαστικά τους καλεσμένους σε μια εκδήλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του λατ. nomenclātor (βλ. και λ. νομεγκλάτωρ)].

Greek Monotonic

ὀνομακλήτωρ: -ορος, ὁ (καλέω), αυτός που αναγγέλλει τους προσκεκλημένους με το όνομά τους, Λατ. nomenclator, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομακλήτωρ: ορος ὁ (лат. nomenclator) номенклатор (в Риме - раб, записывавший и докладывавший хозяину имена посетителей) Luc.

Middle Liddell

ὀνομα-κλήτωρ, ορος, ὁ, καλέω
one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.