ὑπεροίομαι

From LSJ
Revision as of 14:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεροίομαι Medium diacritics: ὑπεροίομαι Low diacritics: υπεροίομαι Capitals: ΥΠΕΡΟΙΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperoíomai Transliteration B: hyperoiomai Transliteration C: yperoiomai Beta Code: u(peroi/omai

English (LSJ)

A to be very self-conceited, aor. part. -ησάμενοι, Hsch.:— also ὑπεροιάζομαι, Phot., Suid., prob. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 1199] (s. οἴομαι), eine übermäßige Meinung von sich haben, überaus eingebildet von sich sein, VLL., die es ὑπερηφανεύομαι erklären.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροίομαι: ἀποθ., εἶμαι λίαν οἰηματίας, «ὑπεροιησάμενοι· ὑπερηφανοῦντες» Ἡσύχ.: ὡσαύτως ὑπεροιάζομαι, «ὑπεροιαζομένου, ὑπερηφανευομένου» Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

και ὑπεροιάζομαι Α
(αποθ.) (κατά τον Ησύχ., τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) είμαι υπερβολικά φαντασμένος, υπέρμετρα αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + οἴομαι «πιστεύω, θεωρώ, προμαντεύω, φαντάζομαι». Ο τ. ὑπεροιάζομαι είναι εκφραστικός σχηματισμός κατά τα ρ. σε -άζω].