ὑψίλοφος

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐλοφος Medium diacritics: ὑψίλοφος Low diacritics: υψίλοφος Capitals: ΥΨΙΛΟΦΟΣ
Transliteration A: hypsílophos Transliteration B: hypsilophos Transliteration C: ypsilofos Beta Code: u(yi/lofos

English (LSJ)

ον, A high-crested, Αἴτνα Pi.O.13.111; θυρίδες AP5.152 (Asclep.); v. l. in Ar.Ra.818 (hex.) for ἱππολόφων; in Hp.Ep.16 the best codd. have ὑψηλόλοφος (v.l. ὑψήλοφος).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίλοφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν λόφον, Αἴτνα Πινδ. Ο. 13. 159· θυρίδες Ἀνθ. Παλ. 5. 153· οὕτως ἀναγινώσκεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 818 ἀντὶ ἱππολόφων· τὸ παρ’ Ἱππ. 1278. 38, ὑψήλοφος φαίνεται ὅτι εἶναι πλημμελές.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 au sommet élevé (Etna) ; élevé (porte);
2 qui croît sur les hauteurs;
3 au panache ou au cimier élevé.
Étymologie: ὕψι, λόφος.

English (Slater)

ὑψῐλοφος, -ον
   1 with high crest ὑπ' Αἴτνας ὑψιλόφου (O. 13.111)

Greek Monolingual

και ὑψήλοφος και ὑψόλοφος, -ον, Α
1. υψικόρυφος
2. (γενικά) υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λόφος.

Greek Monotonic

ὑψίλοφος: -ον, αυτός που έχει υψηλό λόφο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίλοφος:
1) высоковершинный (Αἴτνα Pind.);
2) высокий (θυρίδες Anth. - v. l. ὑψόροφος);
3) высокопарный (λόγοι Arph. - v. l. к ἱππόλοφος).

Middle Liddell

ὑψί-λοφος, ον,
high-crested, Pind.