ῥίζωμα
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ατος, τό, A the mass of roots of a tree, Thphr.CP3.3.4. II element, τέσσαρα μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε Emp.6.1; ἀενάου φύσεως ῥ. Pythag.15. 2 stem, race, A.Th.413; θείων δ' ἀπ' ἀμφοῖν ἔκγονον ῥιζωμάτων, i.e. on the side of both parents, Theodect.3.
German (Pape)
[Seite 843] τό, 1) das Eingewurzelte, Theophr. – 2) = ῥίζα, Wurzel, Stamm, Geschlecht; σπαρτῶν δ' ἀπ' ἀνδρῶν ῥίζωμ' ἀνεῖται, Aesch. Spt. 395; ῥιζώματα πάντων τέσσαρα, Empedocl. 26, die vier Elemente, wie ein anderer Dichter bei Plut. de plac.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίζωμα: τό, (ῥιζόω) τὸ σύνολον τῶν ῥιζῶν δένδρου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 3, 4. ΙΙ. ῥιζώματα = στοιχεῖα, τέσσαρα μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε Ἐμπεδ. 59, πρβλ. 159· ἀενάου φύσεως ῥ. Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 877Α. 2) ἡ ῥίζα, τὸ γένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 413· θείων δ’ ἀπ’ ἀμφοῖν ἔκγονον ῥιζωμάτων, δηλ. πρός τε πατρὸς καὶ πρὸς μητρός, ἐκ μέρους ἀμφοτέρων τῶν γονέων, Θεοδέκτης ἐν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fondement, principe, élément ; souche, race.
Étymologie: ῥιζόω.
Spanish
Greek Monolingual
το / ῥίζωμα, ΝΜΑ
το σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνου
νεοελλ.-μσν.
το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημα
νεοελλ.
βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του δρα ως παράγοντας αγενούς αναπαραγωγής
μσν.-αρχ.
αρχικό στοιχείο (α. [για «τὸ πῡρ, τὸν αἰθέρα, τὴν γῆν καὶ τὸ ὕδωρ] τέσσαρα μὲν πάντων ῥιζώματα πρῶτον ἄκουε», Εμπεδ.
β. «...ἀπεράντου εἶναι δύναμιν, ταύτην ῥίζωμα τῶν ὅλων εἶναι», Ιππόλ.)
αρχ.
μτφ. γενιά, καταγωγή («ῥίζωμ' ἀνεῑται, κάρτα δ' ἐστ' ἐγχώριος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιζῶ / -ώνω. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. rhizome].
Greek Monotonic
ῥίζωμα: -ατος, τό, σύνολο ριζών δέντρου· μεταφ., ρίζα, γένος, καταγωγή, γενιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ῥίζωμα: ατος τό
1) корень, основа, стихия: τέσσαρα τῶν πάντων ῥιζώματα Emped. четыре стихии вселенной;
2) племя, род, отпрыск: σπαρτῶν ἀπ᾽ ἀνδρῶν ῥ. Aesch. отпрыск посеянных мужей (см. Σπαρτός), т. е. фиванец.
Middle Liddell
ῥίζωμα, ατος, τό, [from ῥιζόω
a root: metaph. a stem, race Aesch.