μελικός

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐκός Medium diacritics: μελικός Low diacritics: μελικός Capitals: ΜΕΛΙΚΟΣ
Transliteration A: melikós Transliteration B: melikos Transliteration C: melikos Beta Code: meliko/s

English (LSJ)

ή, όν, (μέλος B) A lyric, ποίησις Plu.2.348b: μελικός, , lyric poet, of Pindar, ib.120c; τὸ μ. σχῆμα D.H. Comp.11. Adv. -κῶς lyrically, Sch.Ar. Av.209.

German (Pape)

[Seite 123] zum Gesange gehörig, mit Gesang begleitet, sangbar, Sp.; ὁ μελικός, der Lieder-, lyrische Dichter, Plut. consol. ad Apoll. p. 365; – μελικῶς, Schol. Ar. Av. 209.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐκός: -ή, -όν, (μέλος ΙΙ) ὁ εἰς τὸ μέλος ἀνήκων, λυρικός, ποίησις Πλούτ. 2. 348Β· μελικός, ὁ, λυρικὸς ποιητής, ὁ αὐτ. ἐν 2. 120C. Ἐπίρρ. -κῶς, λυρικῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 209.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le chant ; ὁ μελικός poète lyrique.
Étymologie: μέλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μελικός, -ή, -όν) μέλος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέλος ή αυτός που συνοδεύεται ή εκτελείται με μέλος, ο λυρικός («μελικὴ ποίησις», Πλούτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο μελικός
ο λυρικός ποιητής
αρχ.
φρ. «μελικὸν σχῆμα» — η μορφή τών μελικών ποιημάτων, δηλαδή η σύνθεση κατά στροφές ή περιόδους.
επίρρ...
μελικῶς (Α)
με μέλος, με μελωδία, με μελικό ή λυρικό τρόπο, λυρικά.

Russian (Dvoretsky)

μελικός: μέλος II] сопровождаемый пением, мелический (ποίησις Plut.).
II ὁ мелический поэт, песенник Plut.