πήληξ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
ηκος, ἡ, A helmet, ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Il. 13.805 ; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν 8.308; ἱππόκομος π. 16.797; old Ep. word, used by Ar.Ra.1017, Arist.Top.173b20. 2 serpent's crest, E.Hyps.Fr.16(18).4. (Commonly derived from πάλλω, πῆλαι, from the nodding of the plume, Apollon.Lex., etc.)
German (Pape)
[Seite 610] ηκος, ἡ, der Helm; Hom. ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ, Il. 13, 805, vgl. 15, 608. 16, 105; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, 8, 308; ἱππόκομος, 16, 797; Ar. Ran. 1085. Entweder von πάλλω, wegen der stets nickenden Bewegung des Helmbusches, oder nach Andern von πηλός, verwandt mit πέλις, πέλυξ, pelvis, Becken, Pickelhaube.
Greek (Liddell-Scott)
πήληξ: -ηκος, ἡ, κράνος, περικεφαλαία, ἀμφὶ δὲ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Ἰλ. Ν. 805· ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθὲν Θ. 308· π. ἱππόκομος Π. 797· ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1017. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πάλλω, πῆλαι, ὡς ἐκ τῆς νεύσεως τοῦ λόφου, ἴδε Ἰλ. Π. 797).
French (Bailly abrégé)
ηκος (ἡ) :
casque, heaume à panache flottant.
Étymologie: πάλλω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ηκος, ἡ, Α
1. η περικεφαλαία
2. το λοφίο του φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με επίθημα -ηξ (πρβλ. θώρᾱξ) δεν έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση και μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Η σύνδεση της με το ρ. πάλλω οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία].
Greek Monotonic
πήληξ: -ηκος, ἡ (πῆλαι), κράνος, περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πήληξ -ηκος, ἡ helm.
Russian (Dvoretsky)
πήληξ: ηκος ἡ шлем Hom., Arph.
Frisk Etymological English
-ηκος
Grammatical information: f.
Meaning: helmet (Il.; cf. Trümpy Fachausdrücke 46, Rodrigues Adrados Emer. 25, 109).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like θώρηξ (-αξ), οἴαξ a.o.; further unknown. As so many other expressions for weapons and armour prob. LW [loanword] (Nehring Glotta 14, 184). Usu., but without proper foundation, connected with 1. πέλλα milk-pail, drinking cup a. cogn.; lit. in Bq s. v. and WP. 2, 56f. -- No doubt a Pre-Greek word (the suffix -ηξ < -αξ is well known from there).
Middle Liddell
πήληξ, ηκος, ἡ, πῆλαι
a helmet, casque, Il., Ar.
Frisk Etymology German
πήληξ: -ηκος
{pḗlēks}
Grammar: f.
Meaning: Helm (vorw. Il.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 46, Rodrigues Adrados Emer. 25, 109).
Etymology : Bildung wie θώρηξ (-αξ), οἴαξ u.a.; sonst dunkel. Wie so viele andere Waffen- und Rüstungsausdrücke viell. LW (Nehring Glotta 14, 184). Gewöhnlich, aber ohne eigentlichen Grund, zu 1. πέλλα Melkeimer, Trinkschale u. Verw. gezogen; Lit. bei Bq s. v. und WP. 2, 56f.
Page 2,528