μουσίζω
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
A sing or play, Dor. μουσίσδω Theoc.8.38, 11.81:—Med. in act. sense, ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος E.Cyc.489 (anap.).
German (Pape)
[Seite 211] dor. μουσίσδω, Theocr. 8, 38, lak. u. äol. μουσίδδω, Hesych., ein Instrument spielen, singen, auch im med., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος, Eur. Cycl. 487, ertönen lassen.
Greek (Liddell-Scott)
μουσίζω: ᾄδω ἢ παίζω, Δωρ. μουσίσδω, Θεόκρ. 8. 38., 11. 81· Λακων. μουσίδδω, Ἡσύχ.· - Μέσ., ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Εὐρ. Κύκλ. 489.
Greek Monolingual
μουσίζω, δωρ. τ. μουσίσδω (Α) [[[μούσα]] (Ι)]
τραγουδώ ή παίζω όργανο.
Greek Monotonic
μουσίζω: Δωρ. Μουσίσδω (μοῦσα), μόνο στον ενεστ., τραγουδώ, ψάλλω, σε Θεόκρ. — Μέσ. με Ενεργ. σημασία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μουσίζω: дор. μουσίσδω тж. med. петь или играть Theocr.: ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Eur. (о пьяном Киклопе) горланя свои отвратительные песни.
Middle Liddell
μουσίζω, μοῦσα only in pres.]
to sing of, chant, Theocr.:—Mid. in act. sense, Eur.