κλάνω
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
v. κλάννω.
Greek Monolingual
(I)
(Μ κλάνω)
1. αφήνω πορδή, πέρδομαι
2. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά ή υβριστικά και προσβλητικά σε κάποιον
νεοελλ.
1. φρ. α) «κλάσε μας...»
(σε έκφραση αγανάκτησης) παράτα μας
β) «τά 'κλασε» ή «τήν έκλασε» — φοβήθηκε
γ) «κώλος που κλάνει γιατρό δεν φοβάται» — η εξαγωγή τών αερίων του εσωτερικού του σώματος συντελεί στην υγεία και είναι δείγμα υγείας
2. παροιμ. α) «πέρσι έκλασε ο λαγός και φέτος μύρισε» — για γεγονότα που αναγγέλλονται πολύ μετά την τέλεσή τους
β) «έκλασε η νύφη και σχόλασε ο γάμος» — για ασήμαντο γεγονός που μεγαλοποιείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. ἔκλασα του κλῶ «σπάζω», κατά το σχήμα ἔχασα: χάνω].
(II)
κλάνω (Α)
βλ. κλάννω.