ἀμφίκρημνος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον, with cliffs all round, ἄγκος E. Ba. 1051. metaph, ἀπάτη ἀ. deceit which is always on the edge of the precipice, Ps.-Luc. Philopatr. 16.
German (Pape)
[Seite 140] rings mit schroffen Abhängen umgeben, ἄγκος Eur. Bacch. 1049; dah. gefährlich, ἀπάτη Luc. Philopatr. 16; ἐρώτημα, verfängliche Frage, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκρημνος: -ον, ὁ μεταξὺ κρημνῶν, ἦν δ’ ἄγκος ἀμφίκρημνον Εὐρ. Βάκχ. 1049. ΙΙ. μεταφ., ἀπάτη ἀμφ., ἐπικίνδυνος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 16· ἐρώτημα ἀμφίκρημνον, ἀπατηλόν, σοφιστικόν, Γρηγ. Ναζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré de précipices.
Étymologie: ἀμφί, κρημνός.
Spanish (DGE)
-ον
1 bordeado de riscos ἄγκος E.Ba.1051.
2 bordeado de precipicios ὁδός Amph.Seleuc.201, ἀλωή Nonn.D.13.127
•fig. ἀπάτη Luc.Philopatr.16.
3 fig. arriesgado Hsch.
•que presenta un dilema ἐρώτημα Gr.Naz.M.36.85A
•subst. dilema τὸ ἀ. τοῦτο ... τῆς ἀποκρίσεως Gr.Nyss.Eun.2.463.
Greek Monolingual
ἀμφίκρημνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γκρεμούς ολόγυρα
1. επικίνδυνος, απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρημνός.
Greek Monotonic
ἀμφίκρημνος: -ον, περίκλειστος με βράχια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίκρημνος:
1) окруженный обрывистыми скалами (ἄγκος Eur.);
2) перен. опасный, коварный (ἀπάτη Luc.).
Middle Liddell
with cliffs all round, Eur.