σαββατικός
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ή, όν, Sabbatical, J. AJ 14.10.6, BJ 7.5.1; σ. ἡμέρα Vett.Val. 26.12; Σ. πόθος love for a Jew, AP 5.159 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 856] zum Sabbath gehörig; dah. πόθος, Mel. 83 (V, 160), Liebe zu einem Juden.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σαββατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ Σάββατον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σάββατο, σαββατιάτικος
2. φρ. (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) έτος» — κάθε έβδομο έτος κατά το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως
β) «σαββατικός μην» — ο έβδομος μήνας του οποίου η πρώτη μέρα ήταν Σάββατο και αργία
γ) «σαββατική οδός» — η οδός που επιτρεπόταν να βαδίσουν κατά την ημέρα του Σαββάτου και η οποία δεν υπερέβαινε τους 2.000 πήχεις από την πόλη
αρχ.
φρ. «σαββατικὸς πόθος» — αγάπη για Ιουδαίο ή για Ιουδαία.
Russian (Dvoretsky)
σαββᾰτικός: досл. субботний, перен. иудейский Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαββατικός -ή -όν [σάββατον] van de sabbat, op de sabbat betrekking hebbend; overdr.. σ. πόθος een sabbatsverlangen (d.w.z. verliefdheid op een Jood) AP 5.160.3.