νεόκμητος

From LSJ
Revision as of 17:03, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκμητος Medium diacritics: νεόκμητος Low diacritics: νεόκμητος Capitals: ΝΕΟΚΜΗΤΟΣ
Transliteration A: neókmētos Transliteration B: neokmētos Transliteration C: neokmitos Beta Code: neo/kmhtos

English (LSJ)

ον, (κάμνω) A newly wrought, Nic.Th.498. II just slain, v.l. for νεόδμητος, E.Rh.887 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 242] neu, frisch gearbeitet, gemacht, Nic. Ther. 498. S. auch νεόδμητος.

Greek (Liddell-Scott)

νεόκμητος: -ον, (κάμνω) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, Νικ. Θηρ. 489. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, σφαγείς, Εὐρ. Ρῆσ. 887.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 récemment travaillé ; récent;
2 qui vient d’être tué.
Étymologie: νέος, κάμνω.

Greek Monolingual

νεόκμητος, -ον (Α)
1. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα
2. αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κμητος (< κάμνω), πρβλ. πολύ-κμητος].

Greek Monotonic

νεόκμητος: -ον (κάμνω), αυτός που πρόσφατα έγινε αντικείμενο επεξεργασίας· αυτός που φονεύτηκε πριν λίγο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νεόκμητος: Eur. = νεόδμητος I, 1.

Middle Liddell

νεό-κμητος, ον κάμνω
just slain, Eur.