μαυλίζω

From LSJ
Revision as of 17:39, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαυλίζω Medium diacritics: μαυλίζω Low diacritics: μαυλίζω Capitals: ΜΑΥΛΙΖΩ
Transliteration A: maulízō Transliteration B: maulizō Transliteration C: mavlizo Beta Code: mauli/zw

English (LSJ)

v. μαστροπεύω, Hsch. s.v. μαστροπός, Sch. Ar. Nu. 976.

Greek Monolingual

και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [[[μαύλις]] (Ι)]
εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη
νεοελλ.
1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα
2. προσελκύω θηράματα με μίμηση της φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο κράχτης», Καζαντζ.)
3. πλανεύω, ξελογιάζω.