καυνάκης

From LSJ
Revision as of 13:59, 2 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ου, ὁ</b>" to "ᾰ], ου, ὁ")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυνάκης Medium diacritics: καυνάκης Low diacritics: καυνάκης Capitals: ΚΑΥΝΑΚΗΣ
Transliteration A: kaunákēs Transliteration B: kaunakēs Transliteration C: kavnakis Beta Code: kauna/khs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A thick cloak, Ar.V.1137; κ. πορφυροῦς Men.972; said to be of Persian or Babylonian make, Arr.An.6.29.5, Poll.7.59, cf. Sch.Ar.l.c., Semus 20, PCair.Zen.48.3 (iii B.C.), PHib.1.121.11 (iii B.C.):—also καυνάκη, ἡ, PSI6.605 (iii B.C.); cf. γαυνάκη (which is also found in codd. of Peripl.M.Rubr.6):—Dim. καυνάκιον, τό, Zonar. (Assyr. gaunakka 'frilled and flounced mantle'.)

Greek (Liddell-Scott)

καυνάκης: ᾰ, ου, ὁ, παχὺ ἐπανωφόριον, χλαῖνα, σισύρα, Ἀριστοφ. Σφ. 1137· κ. πορφυροῦς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 509· λεγόμενον Περσικῆς ἢ Βαβυλωνιακῆς κατασκευῆς, διὸ καὶ ὁ Σχολ. (Ἀριστοφ. Σφ. 1137) «βαρβαρικὸν φόρημα»· «στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ., πρβλ. Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 29, 8, Πολυδ. Ζ΄, 59, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀθήν. 622C· φέρεται: γαυνάκης ἐν Κλήμ. Ἀλ. 216, Ζωναρ.- Ὑποκορ. καυνάκιον, τό, Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de manteau épais, pelisse d’origine perse.
Étymologie: DELG iranien gaunaka « poilu » ; le lat. a emprunté gaunacum, gaunaca au grec.

Greek Monolingual

καυνάκης, ὁ (Α)
χοντρό πανωφόρι, χλαίνη, περσικής ή βαβυλωνιακής κατασκευής («καυνάκης πορφυροῡς», Μέν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γαυνάκης.

Greek Monotonic

καυνάκης: [ᾰ], -ου, ὁ, χοντρό πανωφόρι, πυκνός μανδύας, σε Αριστοφ. (πιθ. περσική λέξη).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυνάκης -ου, ὁ bontjas (Perzisch).

Russian (Dvoretsky)

καυνάκης: ου (νᾰ) ὁ шуба (верхняя меховая одежда у персов и вавилонян) Arph.

Frisk Etymological English

See also: s. γαυνάκης.

Middle Liddell

κᾰυνάκης, ου,
a thick cloak, Ar. [Prob. a Persian word.]

Frisk Etymology German

καυνάκης: {kaunákēs}
See also: s. γαυνάκης.
Page 1,803