ρύπος

From LSJ
Revision as of 18:05, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

Greek Monolingual

(I)
ο / ῥύπος, ΝΜΑ, και ετερόκλιτος τ. πληθ. ῥύπα, τὰ, Α
1. ακαθαρσία, βρομιά, λέρα (α. «κάθηράν τε ῥύπα πάντα», Ομ. Οδ.
β. «ὁ ἐν τοῖς ὠσὶ ῥύπος», Αριστοτ.)
2. μτφ. κηλίδα που σκιάζει το ήθος ενός ατόμου, που αμαυρώνει το καλό του όνομα, όνειδος, στίγμα
νεοελλ.
οικολ. κάθε ουσία, οργανική ή ανόργανη, που συντελεί στη. ρύπανση και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος («χημικοί ρύποι»)
αρχ.
(στούς Αττ.) το κερί με το οποίο σφράγιζαν τα έγγραφα, βουλοκέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ῥύπος ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα srup- της ΙΕ ρίζας sreup- «βρομιά, ακαθαρσία» (πρβλ. σλαβ. strup6, ρωσ. strup). Εξάλλου, παράλληλα προς τον τ. ῥύπος, υπάρχει το ζεύγος ῥυπαρός: ῥυπαίνω, που είτε πρόκειται για παλιότερο σχηματισμό είτε σχηματίστηκε μεταγενέστερα κατά το σχήμα μιαρός: μιαίνω.
(II)
-ους και ιων. τ. γεν. -εος, τὸ, Α
ο φλοιός, το ακάθαρτο επιφανειακό στρώμα του τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ῥύπος () με αλλαγή γένους].