σύσκιος

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσκῐος Medium diacritics: σύσκιος Low diacritics: σύσκιος Capitals: ΣΥΣΚΙΟΣ
Transliteration A: sýskios Transliteration B: syskios Transliteration C: syskios Beta Code: su/skios

English (LSJ)

ον, A closely shaded, thickly shaded, X.Cyn. 8.4, Arist.HA556a25; τὸ σ. the thick shade of a tree, Pl.Phdr.230b; the closely-shaded place, Luc.Anach.16.

German (Pape)

[Seite 1042] ganz umschattet, bedeckt; Xen. Cyn. 8, 4; ἄλσος, Orph.; δάφναι, Alciphr. 1, 39; τὸ σύσκιον, das Schattige, der Schatten, τοῦ ἄγνου, Plat. Phaedr. 230 b; Luc. Gymn. 16.

Greek (Liddell-Scott)

σύσκιος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν σκιάν, πυκνῶς ἐσκιασμένος, Ξεν. Κυν. 8, 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 3· τὸ σύσκιον, ἡ πυκνὴ σκιὰ δένδρου, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Β· σύσκιόν τι, τόπος πυκνῶς ἐσκιασμένος, Λουκ. Ἀνάχαρσ. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ombragé.
Étymologie: σύν, σκιά.

Greek Monolingual

-α, -ο / σύσκιος, -ον, Α
1. αυτός που περιβάλλεται από παντού από σκιά («ἐν τοῖς συσκίοις ἄλσεσιν», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το σύσκιο(ν)
τόπος πυκνά σκιασμένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. πυκνή σκιά («τοῡ τε ἄγνού τὸ ὕψος καὶ τὸ σύσκιον πάγκαλον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. κατά-σκιος. Το επίθ. λειτουργεί ως υποχωρητ. παρ. του ρ. συσκιάζω.

Greek Monotonic

σύσκιος: -ον (σκιά), αυτός που καλύπτεται παντού από πυκνή σκιά, σκιερός, σε Ξεν.· σύσκιόν τι, μέρος που καλύπτεται από πυκνή σκιά, σκιερό μέρος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

σύσκιος: покрытый тенью, тенистый Xen., Arst., Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύσκιος -ον [σύν, σκία] schaduwrijk; subst. τὸ σύσκιον dichte schaduw. Plat. Phaedr. 230b.

Middle Liddell

σύ-σκιος, ον, σκιά
closely shaded, thickly shaded, Xen.; σύσκιόν τι a closely-shaded place, Luc.

English (Woodhouse)

shady

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)