παρεγχειρώ
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
Greek Monolingual
-έω, Α
1. παραβιάζω, επεμβαίνω με κακό τρόπο («οἱ τὴν φύσιν παρεγ
χειρεῖν τολμῶντες», Φίλων.)
2. επιχειρώ παράνομα κάτι
3. προβάλλω εσφαλμένα επιχειρήματα
4. αποδίδω, ερμηνεύω συμβολικά
5. ταράσσω, προκαλώ διατάραξη
6. αντικρούω, αμφισβητώ ως αναληθές
7. δίνω στο χέρι κάποιου, εγχειρίζω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγχειρῶ «καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ, συζητώ»].