παρεγχειρώ

From LSJ
Revision as of 20:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
1. παραβιάζω, επεμβαίνω με κακό τρόπο («οἱ τὴν φύσιν παρεγ
χειρεῖν τολμῶντες», Φίλων.)
2. επιχειρώ παράνομα κάτι
3. προβάλλω εσφαλμένα επιχειρήματα
4. αποδίδω, ερμηνεύω συμβολικά
5. ταράσσω, προκαλώ διατάραξη
6. αντικρούω, αμφισβητώ ως αναληθές
7. δίνω στο χέρι κάποιου, εγχειρίζω σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγχειρῶ «καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ, συζητώ»].