επιφωνώ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
Greek Monolingual
(AM ἐπιφωνῶ, -έω)
φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες
σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ)
μσν.
1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω
2. προσφωνώ
3. διατάζω
4. μέσ. ἐπιφωνοῦμαι
α) συμβουλεύω, προτρέπω
β) παραγγέλνω, διατάζω
γ) γνωστοποιώ
αρχ.-μσν.
μιλώ, λέω
αρχ.
1. αναφέρω κάτι με το όνομά του, μιλώ για κάτι («ὦ παῑδες, ἀπεῑπεν ἐμοὶ ἐκεῖνος μήτε πελάζειν ἐς τούσδε τόπους μήτ’ ἐπιφωνεῖν... ἱερὰν θήκην», Σοφ.)
2. επονομάζω κάποιον ή κάτι χαρακτηριστικά («βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος λέγεται
τοῑς γὰρ ἀνδρειοτάτοις Ὅμηρος εἴωθεν ἐπιφωνεῖν, καλούντων τῶν παλαιῶν τὸν πόλεμον βοήν», Αθήν.)
3. προσθέτω τίτλο
4. αντιφωνώ σε τελετουργικές πράξεις («προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῑς δαπανωμένης τῆς θυσίας,...τῶν τε λοιπῶν ἐπιφωνούντων, ὡς Νεεμίου», ΠΔ)
5. προσθέτω κάτι επεξηγηματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φωνώ (< φωνή)].