επανίστημι

From LSJ
Revision as of 08:35, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

(AM έπανίστημι Μ και ἐπανιστώ) ίστημι
παθ. επανίσταμαι
γίνομαι αντίπαλος, εξεγείρομαι εναντίον κάποιου, επαναστατώ («καὶ πρῶτον μὲν τῷ δήμῳ ἐπανέστησαν», Θουκ.)
μσν.
καθιστώ
αρχ.
1. ανεγείρω εκ νέου
2. ξεσηκώνω, κινώ σε στάση εναντίον κάποιου («τῷ Ἀκυΐνω τρισχιλίους ἄνδρας ἔκ τινος συσκίου χαράδρας ἐπανίστησιν», Πλούτ.)
3. παθ. α) εξεγείρομαι, ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου
β) σηκώνομαι από το κρεβάτι
γ) σηκώνομαι όρθιος («ἐπαναστὰς δὲ ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐσκόπει τοὺς αὑτοῦ ἐπιτηδείους», Ξεν.)
δ) σηκώνομαι μετά από κάποιον ή με τη διαταγή κάποιου
ε) σηκώνομαι για να μιλήσω («ἐπαναστὰς δ' ὁ Φιλοκράτης... ἔφη», Δημοσθ.)
4. (για κτίσματα) υψώνομαι πάνω από μια επιφάνεια, εγείρομαι, ιδρύομαι
5. (για όγκο ή οίδημα) πρήζομαι
6. προεξέχω, προβάλλω
7. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ ἐπανεστεῶτες ιων. τ.
οι επαναστάτες
8. φρ. «ἐπανίσταμαι τυραννεῖν» — επαναστατώ για να γίνω τύραννος
9. μέσ. ἐπανίσταμαι
ξεσηκώνω, διεγείρω ερωτικά.