αύος

From LSJ
Revision as of 08:50, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

αὖος, -η, -ον και αὗος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)
1. (για ξύλα, καρπούς κ.λπ.) ξερός, στεγνός
2. (για φύλλα) μαραμένος, ξερός
3. (για τους γέρους) αυτός που τρέμει (κυρίως από φόβο), που έχει το εύθραυστο του ξερού φύλλου
4. διψασμένος
5. εμβρόντητος, κατάπληκτος
6. απένταρος, αχρήματος
7. φρ. «αὖον ἀϋτεῖν» ή «...αὔειν
βγάζω ξερό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι αὗος (αττικός) και αὖος (ήδη ομηρικός) ανάγονται στο ινδοευρ. sausos «ξηρός» > hauhos > auhos (με ανομοιωτική σίγηση του αρχικού h-) > hauos (με πρόληψη της δασύτητας στην αρχή της λ.) > αὗος και αὖος (με ψίλωση). Κατ' άλλη άποψη, sausos > hauhos > hauos (με σίγηση του -h- πιθ. λόγω ανομοιώσεως) > αὗος και αὖος (με ψίλωση). Ο ελληνικός τ. αντιστοιχεί προς τα λιθ. saῡsos, αρχ. σλαβ. suchŭ, αγγλοσαξον. sēar, μσν. γερμ. sōr (τύποι που φέρουν τη σημασία «ξηρός» και επίσης ανάγονται σε ινδοευρ. saũsos).
ΠΑΡ. αρχ. αὐαίνω και αὑαίνω, αυονή, αυότης.