οικείωση

From LSJ
Revision as of 14:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

η (Α οἰκείωσις) οικειώ
1. οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σφετερισμός («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῦν το», Θουκ.)
2. εξοικείωση με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
1. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία
2. έλξη, κλίση, συμπάθεια προς κάτι («ἡ πρὸς τὸ ζῆν οἰκείωσις» — η αγάπη για τη ζωή, Πλάτ.)
3. ενδιάθετη τάση, ροπήοἰκείωσις εἰς ἡδονήν», Γαλ.)
4. προσαρμογή
5. συμφιλίωση, συμβιβασμός
6. στον πληθ. αἱ οἰκειώσεις
κέρδη, ωφελήματα.