τυρόω
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
A make into cheese, curdle, in Pass., Sopat.8, Dsc.2.83, Gal. 6.683, Sch. Theoc.5.86: metaph., ἐτύρωσάς με ἴσα τυρῷ LXX Jb.10.10; ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν ib.Ps.118(119).70.
2 make a mess of (cf. τυρεύω ΙΙ), τυροῦντες ἅπαντα Archestr.Fr.45.13; τυρωθέντα· ταραχθέντα, Hsch.
II make or season with cheese, πλακοῦντες τετυρωμένοι Artem.1.72.
German (Pape)
[Seite 1165] 1) Käse machen, zu Käse machen, γάλα, pass. sich käsen, gerinnen. – 2) durch einander rühren, mengen, listig anstiften, wie τυρέω.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρόω: μεταβάλλω εἰς τυρόν, «πήζω», τὸ γάλα Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 86· πρβλ. Ἑβδ. Ἰὼβ Ι΄, 10). ― Παθητ., συμπήγνυμαι, στερεοποιοῦμαι, τυροῦται δέμας Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 101Α· μεταφορ., ἐτυρώθη ὡς γάλα ἡ καρδία αὐτῶν Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΙΗ΄, 70). 2) = τυρεύω ΙΙ. 2, τυροῦντες ἅπαντα Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 311Β· «τυρωθέντα, ταραχθέντα» Ἡσύχ. ΙΙ. παρασκευάζω διὰ τυροῦ, πλακοῦντες τετυρωμένοι Ἀρτεμίδ. 1. 72.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. réduire en fromage ; p. anal. :
1 faire cailler, rendre épais comme du fromage ; Pass. ressembler à du fromage, fig. être durci, être endurci;
2 mêler, brouiller;
II. Pass. être saupoudré ou recouvert de fromage.
Étymologie: τυρός.
Greek Monolingual
(I)
-έω, Α τυρός
τυρεύω.
(II)
τυρόω, Α τυρός
1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῦν», Σχόλ. Θεοκρ.)
2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῦν
τες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.)
3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῦν
τες ἅπαντα», Αρχέστρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «τυροῦμαι, ταράττομαι»
5. παθ. τυροῦμαι, τυρόομαι
πήζω, στερεοποιούμαι όπως το τυρί.