χωρίο

From LSJ
Revision as of 12:15, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source

Greek Monolingual

το / χωρίον, ΝΜΑ χώρα / χῶρος
μτφ. σύντομο, συνήθως αυτοτελές, απόσπασμα κειμένου, περικοπή
αρχ.
1. ιδιαίτερος τόπος, περιοχή («ὡς τοῡτ' ἀληθῶς Ἀττικὸν τὸ χωρίον», Αριστοφ.)
2. οχυρή τοποθεσία, οχύρωμα («Φυλὴν χωρίον καταλαμβάνει ὀχυρόν», Ξεν.)
3. κτήμα, κτηματική περιουσία, χωράφι («ἦν τοῦτο Πεισάνδρου τὸ χωρίον», Λυσ.)
4. μικρή πόλη, κωμόπολη
5. τόπος εργασίας
6. ιατρ. μέρος του σώματος
7. ιστορική περίοδος, εποχή
8. μαθημ. η επιφάνεια σχήματος
9. στον πληθ. τὰ χωρία- θέματα συζήτησης
10. φρ. «τὸ χωρίον τὸ ἐπὶ τοῦ ἥπατος»
ιατρ. η χοληδόχος κύστη (Ιπποκρ.).