άκοπος

From LSJ
Revision as of 12:24, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α ἄκοπος, -ον) (και άκοβος, -η, -ο)
αυτός που δεν έχει κοπεί σε κομμάτια, ο ολόκληρος
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει κοπεί, δεν έχει αφαιρεθεί από τον κορμό, τη ρίζα, τον μίσχο (αποδίδεται σε κλαδιά, καρπούς, φυτά κ.λπ.)
2. όποιος δεν έχει αλεστεί (σιτάρι, καφές κ.λπ.)
3. εκείνος που δεν μπορεί ή είναι δύσκολο να κοπεί «σκληρό ξύλο
άκοβο»
4. μτφ. αυτός που δεν μπορεί να κοπεί, να χάσει το κύρος του
«άκοπα έθιμα»
5. αυτός που δεν κόβει ή δεν κόβει καλά
«άκοπο ψαλίδι»
αρχ.
όποιος δεν έχει κοπεί από τα σκουλήκια (Αριστοτ.)
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -κόπος < κόπτω.
(II)
-η, -ο (Α ἄκοπος, -ον)
αυτός που δεν προκαλεί κόπο, που δεν κουράζει
«άκοπη εργασία»
αρχ.
«τοῖς τετράποσιν ἄκοπον τὸ ἑστάναι» (Αριστοτ.)
αρχ.
1. ο ακούραστος
«ἄκοπος κατακινεῖσθαι» (Πλάτ.)
2. αυτός που ξεκουράζει «κατὰ τὰς ὁδοὺς ποιοῦμαι τοὺς περιπάτους
φησὶ γὰρ ἀκοπωτέρους εἶναι τῶν ἐν τοῖς δρόμοις» (Πλάτ.)
3.ἄκοπος (Γαληνός) ή τὸ ἄκοπον (Γαληνός, Διοσκορίδης)
το δυναμωτικό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κόπος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. άκοπα].