ἀργεμώνη
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
ἡ,
A Papaver argemone, wind-rose, Crateuas Fr.9, Dsc.2.177, Orib.14.60.2, Gal.11.835.
2 ἀργεμώνη ἑτέρα = ἄργεμον II (Lappa canaria, Geum urbanum, avens), Ps.-Dsc. 2.178; written argemonia by Plin.HN25.102.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργεμώνη: ἡ, «ὅλον μέν ἐστιν ὅμοιον ἀγρίᾳ μήκωνι˙ τὸ δὲ φύλλον ἔχει ἀνεμώνῃ ὅμοιον, ἐσχισμένον, ἄνθος φοινικοῦν, κεφαλὴν δὲ ἐοικυῖαν μήκωνι ῥοιάδι, ἐπιμηκεστέραν δὲ καὶ πλατεῖαν κατὰ τὰ ἄνωθεν μέρη, ῥίζαν στρογγύλην» Διοσκ. 2. 208, ἀγριοπαπαροῦνα ἐν Ζακύνθῳ, Sibth.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): lat. argimonia Ps.Apul.Herb.31.27
bot.
1 amapola macho, Papaver argemone L., Crateuas Fr.9, Dsc.2.176, 177, Orib.14.60.2, Gal.11.835, Plin.HN 25.102.
2 ἀ. ἑτέρα prob. cariofilada, Geum urbanum L. o Caucalis grandiflora L., Ps.Dsc.2.177, Ps.Apul.l.c., Hsch.
Greek Monolingual
η (Α ἀργεμώνη)
αγριοπαπαρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη, παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η ερμηνεία της λ. από το εβρ. 'argāmān «κόκκινη βαφή» είναι σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. αργεμώνη ανήκει σε ομάδα λέξεων που σχηματίζονται με το επίθημα -ώνη και δηλώνουν ονόματα φυτών (πρβλ. ανεμώνη, ιασιώνη κ.ά.). Η προέλευση των λέξεων αυτών παραμένει αβέβαιη].
Wikipedia EN
Papaver argemone is a species of flowering plant in the poppy family Papaveraceae. Its common names include long pricklyhead poppy, prickly poppy and pale poppy. Its native range includes parts of Eurasia and North Africa, but it can be found growing wild in parts of North America, where it is an introduced species. It is cultivated as an ornamental plant.
Translations
ar: خشخاش أرجموني; be: мак аргемона; ca: rosella de flor petita; cs: mák polní; cy: pabi penwrychog; de: Sand-mohn; dsb: pěskowy mak; fa: خشخاش بیابانی; fi: hietaunikko; hsb: mały mak; inh: алинг аргемона; kk: апиын көкнәрі; lt: smiltyninė aguona; nl: ruige klaproos; pl: mak piaskowy; qu: k'ita p'akincha; ru: мак аргемона; sv: spikvallmo; uk мак пісковий