χαλκοχίτων

From LSJ
Revision as of 09:13, 7 April 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοχῐ́των Medium diacritics: χαλκοχίτων Low diacritics: χαλκοχίτων Capitals: ΧΑΛΚΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: chalkochítōn Transliteration B: chalkochitōn Transliteration C: chalkochiton Beta Code: xalkoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A bronze-clad, Ἀχαιοί Il.1.371, 2.47, etc.; Τρῶες 5.180, al.; Βοιωτοί 15.330; Κρῆτες 13.255; Δαναοὶ πύκα χ. Epigr. ap. Aeschin.3.185.

German (Pape)

[Seite 1332] ωνος, in ehernem Rock, mit ehernem Panzer, Ἀχαιοί Il. 2, 47 u. öfter, Τρῶες 5, 180. 17, 485, Κρῆτες 13, 255, Βοιωτοί 16, 330.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν χιτῶνα χάλκινον, φορῶν θώρακα χαλκοῦν, Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 371, Β. 47, κλπ.˙ Τρῶες Ε. 180, κλπ.˙ Βοιωτοὶ Ο. 330˙ Κρῆτες Ν. 255˙ Δαναοὶ πύκα χ. Ἐπίγραμμα παρ’ Αἰσχίν. 80. 21.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
à la cuirasse (litt. à la tunique) d’airain.
Étymologie: χαλκός, χιτών.

English (Autenrieth)

ωνος: brazen-clad.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί χάλκινη στολή («Τρώων... χαλκοχιτώνων», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο-χίτων, χρυσο-χίτων].

Greek Monotonic

χαλκοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χάλκινο χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в медь, в медных доспехах (Τρῶες, Κρῆτες Hom.).

Middle Liddell

χαλκο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,
brass-clad, Il.