λαοφθόρος

From LSJ
Revision as of 11:50, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοφθόρος Medium diacritics: λαοφθόρος Low diacritics: λαοφθόρος Capitals: ΛΑΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: laophthóros Transliteration B: laophthoros Transliteration C: laofthoros Beta Code: laofqo/ros

English (LSJ)

ον,

A ruining the people, destructive, c.gen., στάσις Ἑλλήνων λ. Thgn.781.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοφθόρος: -ον, καταστρέφων τὸν λαόν, καταστρεπτικός, μετὰ γεν., Θέογν. 781.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui détruit ou perd le peuple.
Étymologie: λαός, φθείρω.

Greek Monolingual

λαοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει τον λαό, ο καταστρεπτικός για τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο-φθόρος, κοσμο-φθόρος.

Greek Monotonic

λᾱοφθόρος: (φθείρω), -ον, αυτός που καταστρέφει τον λαό, καταστρεπτικός, ολέθριος, με γεν., σε Θέογν.

Middle Liddell

φθείρω
ruining the people, destructive, c. gen., Theogn.