σπάρτος
ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self
English (LSJ)
ὁ and ἡ,= A σπαρτίον III, Pl.Plt.280c, X.Cyn.9.13, Ps.-Dsc. 4.154. 2 = σπάρτον IV, Str.3.4.9. II σπάρτος, ἡ,= σπάρτη 1.1, Hero Spir.1.17, al. 2 = σπάρτη ΙΙ, Hsch. s.v. στάθμη, Sch.Pl. Chrm.154b; masc. in Sch.Il.Oxy.1086.23; τὸν λίθον ποτὶ τὰν σ. ἄγοντας Dor. prov. ap. Basil. in Migne Patrol.Graec.31.569.
German (Pape)
[Seite 917] ὁ u. ἡ, Name mehrerer Sträucher, aus denen man Stricke und anderes Flechtwerk machte, sowohl spartium scoparium oder junceum (ἐξ οὗ καὶ πλέκουσιν ὑποδήματα τοῖς ὑποζυγίοις, Galen.; zu Schlingen gebraucht, Xen. Cyn. 9, 13; zu Netzen, Ael. H. A. 12, 43; dessen Saamen auch als Arzneimittel gebraucht wurde), als der in Spanien wachsende Strauch σπάρτος, Lygeum spartum od. stipa tenacissima, Linn., dessen Gebrauch zuerst durch die Karthager und Römer bekannt wurde, Strab., der später allgemein zu Stricken und Tauwerk gebraucht wurde; – ἡ σπάρτος, = σπάρτη, die Richtschnur, Schol. Eur. Or. 536; Hesych. erkl. στάθμη durch σπάρτος.
Greek (Liddell-Scott)
σπάρτος: ὁ καὶ ἡ, ὁ θάμνος «σπάρτον» ἢ «σπαρτί», περιλαμβάνων (κατὰ τὸν Beckmann Hist. of Inventions) τό τε Spartium junceum καὶ τὸ Stipa tenacissima τοῦ Λινν., φυόμενα ἐν Ἰσπανίᾳ (ἔτι δὲ καὶ νῦν ἀμφότερα τὰ εἴδη καλοῦνται ἐκεῖ esparto) καὶ (ὡς ὁ Πλίν. λέγει) οἱ ἰσπανοὶ κατασκεύαζον ἐξ ἀμφοτέρων διάφορα πράγματα, ἀλλ’ οἱ Καρχηδόνιοι καὶ οἱ Ρωμαῖοι (καὶ μετὰ ταῦτα οἱ Ἕλληνες) σχοινία ἢ καλῴδια· τὸ πρῶτον πιθαν. παρὰ Πλάτ. ἐν Πολιτικ. 280C, Ξεν. Κυν. 9, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2· τὸ δὲ δεύτερον παρὰ Πλιν. 19. 7. 2) τὸ κοινὸν σπάρτον ἢ «σπαρτί» (Spartium scoparium), ὁ αὐτ. 24. 40· ἴδε ἐν λέξ. σπάρτον. ΙΙ. σπάρτος, ἡ, = σπάρτη ΙΙ, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Χαρμ. 154Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sparte, sorte de genêt, plante, dont on tresse l’écorce pour en faire des cordes, des corbeilles, etc.
Étymologie: cf. σπεῖρα.
Greek Monolingual
ὁ και ἡ, Α
1. το φυτό σπάρτο
2. σχοινί από σπάρτο
3. το νήμα της στάθμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλοι τ. της λ. σπάρτον, με αλλαγή γένους].
Greek Monotonic
σπάρτος: ὁ και ἡ, θαμνώδες φυτό, Ισπανικό σπάρτο, βούρλο, καλαμόχορτο, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
σπάρτος: ὁ бот.
1) дрок, шильная трава (Spartium) (трава, употреблявшаяся для витья веревок, плетения корзин и т. п.) Xen., Plat.;
2) Plin. = σπάρτον 3.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπάρτος -ου, ὁ [~ σπάρτον] een soort brem (bezemstruik, Spartium iunceum, waarvan men touwen maakte).