μισθαρχίδης
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ου, ὁ, A son of a [[[placeman]], Com. patronym. in Ar. Ach.597; cf. σπουδαρχίδης.
German (Pape)
[Seite 190] ὁ, wer nach solchen Aemtern strebt, für die man besoldet wird, Ar. Ach. 572, wie σπουδαρχίδης gebildet.
Greek (Liddell-Scott)
μισθαρχίδης: -ου, ὁ, (ἀρχή) ὁ κληρονομικὸς ὑποψήφιος εἰς μισθοδοτούμενα ὑπουργήματα, υἱὸς τοῦ ἐπὶ ἁδρᾷ πληρωμῇ κατέχοντος ὑπούργημά τι, κωμικὸν πατρωνυμικὸν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 597· πρβλ. σπουδαρχίδης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui recherche les fonctions lucratives.
Étymologie: μισθός, ἀρχή.
Greek Monolingual
μισθαρχίδης, ὁ (Α)
(κωμικό πατρων. στον Αριστοφ.) αυτός που επιδιώκει για τον εαυτό του τις εξουσίες και τα δημόσια αξιώματα τα οποία αμείβονται με μισθό («σὺ δ' ἐξ ὅτου περ πόλεμος μισθαρχίδης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀρχή + κατάλ. -ίδης].
Greek Monotonic
μισθαρχίδης: -ου, ὁ (ἀρχή), κωμικ. πατρωνυμ., γιος αξιωματούχου με κληρονομικά δικαιώματα στο αξίωμα του πατέρα του, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μισθαρχίδης: ου ὁ (шутл., по анал. со σπουδαρχίδης) искатель хорошо оплачиваемых должностей, любитель высокого жалованья Arph.
Middle Liddell
μισθ-αρχίδης, ου, ὁ, [ἀρχη]
Comic Patron., son of a placeman, Ar.