ἁλίκτυπος

From LSJ
Revision as of 12:45, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίκτῠπος Medium diacritics: ἁλίκτυπος Low diacritics: αλίκτυπος Capitals: ΑΛΙΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: halíktypos Transliteration B: haliktypos Transliteration C: aliktypos Beta Code: a(li/ktupos

English (LSJ)

ον, A sea-smitten, of ships, S.Ant. 953 (lyr.), cf. AP6.23, Nonn.D.31.113; also ἁ. κῦμα roaring on the sea, E.Hipp.754 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 96] meerumrauscht, νῆες Soph. Ant. 943; λέπας Ep. ad. 128 (VI, 23); im Meere rauschend, κῦμα Eur. Hipp. 754; ἀήτης Anacr. 48, 8. Aber Eur. Or. 373, wo es für Schiffer stehen sollte, ist ἁλιτύπος richtigere Lesart.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίκτῠπος: -ον, = ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης κτυπούμενος, ὁ ὑπὸ τῶν κυμάτων μετὰ πατάγου καὶ ῥόχθου προσβαλλόμενος, ἐπὶ πλοίων, Σοφ. Ἀντ. 953 (λυρ.)· ὡσαύτων κῦμ’ ἀλίκτυπον ἅλμας, τὸ θορυβῶδες καὶ ἠχῆεν κῦμα τῆς θαλάσσης, Εὐρ. Ἱππ. 754 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 battu des flots;
2 qui résonne sur la mer : ἁλίκτυπον κῦμα EUR les flots retentissants de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, κτυπέω.

Spanish (DGE)

(ἁλίκτῠπος) -ον

• Grafía: graf. ἁλαίκτ- Epic.Alex.Adesp.9.2.12

• Prosodia: [ᾰ-]
1 golpeado, batido por el mar ναῦς S.Ant.953, cf. Epic.Alex.Adesp.9.2.12, AP 6.23, Nonn.D.31.113.
2 del mar que golpea, que bate κῦμα E.Hipp.754, πόντος ἁ. Hell.4.56 (Samos IV d.C.)
que agita el mar ἐς ἁλικτύπους ἀήτας Anacreont.50.8.

Greek Monolingual

ἁλίκτυπος, -ον (Α)
αυτός που χτυπιέται από τα κύματα της θάλασσας, θαλασσόδαρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (<ἃλς) + -κτυπος < κτύπος.

Greek Monotonic

ἁλίκτῠπος: -ον, 1. αυτός που χτυπιέται στη θάλασσα, λέγεται για πλοία σε κακό καιρό, σε Σοφ.
2. λέγεται για κύματα, που ηχούν με θόρυβο στη θάλασσα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίκτῠπος:
1) ударяемый морскими волнами (νᾶες Soph.; λέπας Anth.);
2) бушующий в море (κῦμα Eur.; ἀήτης Anacr.).

Middle Liddell


1. groaning at sea, of ships in bad weather, Soph.
2. of waves, roaring on the sea, Eur.