παραλυπέω

From LSJ
Revision as of 17:24, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλῡπέω Medium diacritics: παραλυπέω Low diacritics: παραλυπέω Capitals: ΠΑΡΑΛΥΠΕΩ
Transliteration A: paralypéō Transliteration B: paralypeō Transliteration C: paralypeo Beta Code: paralupe/w

English (LSJ)

A grieve or trouble besides, ἄλλο παρελύπει… οὐδέν no disease attacked them besides the plague, Th.2.51, cf. X.Vect.4.32, Thphr.CP1.7.8; annoy by a diversion, Th.4.89; ὅταν αὐτὴν μηδὲν… παραλυπῇ Pl.Phd.65c; π. τοὺς πολεμίους τι Plu.Per.35; οἱ παραλυποῦντες the troublesome, the refractory, X.An.2.5.29 :—Pass., to be molested, ὑπὸ βασιλέων Str.9.1.20, etc.

German (Pape)

[Seite 488] betrüben, kränken; τινά, Plat. Phaed. 65 c u. Sp. Bei Xen. An. 2, 5, 29 absolut, οἱ παραλυποῦντες, die Widerwärtigen; Schaden zufügen, καί τι παραλυπεῖν τοὺς πολεμίους, Plut. Pericl. 35, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παραλῡπέω: λυπῶ, παρενοχλῶ, ἄλλο παρελύπτει ... οὐδέν, οὐδεμία ἄλλη νόσος παρηνώχλει αὐτοὺς πλὴν τοῦ λοιμοῦ, Θουκ. 2. 51· ὅταν μηδὲν ... αὐτὴν παραλυπῇ Πλάτ. Φαίδων 65c· π. τινά τι Πλουτ. Περικλ. 35· οἱ παραλυποῦντες, οἱ ἐνοχλητικοί, ἄτακτοι, ἀκυβέρνητοι, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 29· - Παθ., παραβλάπτομαι, Στράβ. 398, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 affliger, acc.;
2 causer du dommage, nuire à, acc..
Étymologie: παρά, λυπέω.

Greek Monotonic

παραλῡπέω: μέλ. -ήσω, λυπώ ή παρενοχλώ, ἄλλο παρελύπει οὐδέν, καμία άλλη ασθένεια δεν τους μαστίζει πέραν του λοιμού, σε Θουκ.· ὅταν μηδὲν αὐτὴν παραλυπῇ, σε Πλάτ.· οἱ παραλυποῦντες, ανυπότακτοι, σκληροτράχηλοι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παραλῡπέω:
1) тревожить, смущать, приводить в смятение (sc. τὴν ψυχήν Plat.);
2) беспокоить, стеснять: οἱ παραλυποῦντες Xen. являющиеся помехой;
3) причинять вред, наносить ущерб: π. τινά τι Plut. причинить кому-л. какой-л. ущерб.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραλυπέω [παρά, λυπέω] (erbij) kwellen, lastig vallen; met acc. en acc. v. h. inw. obj.: βούλομενος τι παραλυπεῖν τοὺς πολεμίους omdat hij de vijand ook nog wat schade wilde berokkenen Plut. Per. 35.1.

Middle Liddell

fut. ήσω
to grieve or trouble besides, ἄλλο παρελύπει οὐδέν no disease attacked them besides the plague, Thuc.; ὅταν μηδὲν αὐτὴν παραλυπῇ Plat.; οἱ παραλυποῦντες the troublesome, the refractory, Xen.