παρασκεύασμα

From LSJ
Revision as of 17:25, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκεύασμα Medium diacritics: παρασκεύασμα Low diacritics: παρασκεύασμα Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΑ
Transliteration A: paraskeúasma Transliteration B: paraskeuasma Transliteration C: paraskeyasma Beta Code: paraskeu/asma

English (LSJ)

ατος, τό, A arrangement, Aen. Tact.22.19; τὰ πρὸς τὴν ὑγίειαν π. X.Oec.11.19.

German (Pape)

[Seite 498] τό, das Zubereitete, Vorbereitete, neben ἄσκημα Xen. Oec. 11, 19.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκεύασμα: τό, πᾶν ὅ,τι παρασκευάζει τις, ἑτοιμασία, Ξεν. Οἰκ. 11. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
préparatif, exercice.
Étymologie: παρασκευάζω.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ παρασκευάζω
το αποτέλεσμα της ενέργειας του παρασκευάζω
νεοελλ.
1. (ιστολ.) διατηρημένο τμήμα του ανθρώπινου σώματος, λ.χ. όργανα, ιστοί, κύτταρα, για παρατήρηση και διδασκαλία καθώς και κάθε βιολογικό δείγμα προετοιμασμένο με φυσικές ή χημικές μεθόδους για εξέταση στο μικροσκόπιο
2. (μικρβλ.) η εξάπλωση μικροβιοβριθούς υλικού στις αντικειμενοφόρες πλάκες, ο χρωματισμός και η σταθεροποίηση τών μικροβίων για να εξεταστούν στο μικροσκόπιο
3. (φαρμ.) μίγμα φαρμάκων έτοιμο για χρήση.

Greek Monotonic

παρασκεύασμα: -ατος, τό, οτιδήποτε παρασκευάζεται, παρασκεύασμα, μηχάνημα, σύνεργο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παρασκεύασμα: ατος τό подготовка, выработка: τὰ πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσματα Xen. развитие (физической) силы.

Middle Liddell

παρασκεύασμα, ατος, τό, [from παρασκευάζω
anything prepared, apparatus, Xen.