πανομφαῖος

From LSJ
Revision as of 09:30, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνομφαῖος Medium diacritics: πανομφαῖος Low diacritics: πανομφαίος Capitals: ΠΑΝΟΜΦΑΙΟΣ
Transliteration A: panomphaîos Transliteration B: panomphaios Transliteration C: panomfaios Beta Code: panomfai=os

English (LSJ)

ὁ, A sender of ominous voices, author of divination, Ζεύς Il.8.250, Simon.144, Orph.A.660; Ἠέλιος Q.S.5.626; Ἥρα πανομφαία EM768.53.

German (Pape)

[Seite 461] od. nach Schol. Ar. Ach. 142 πανόμφαιος, Beiwort des Zeus, der alle vorbedeutenden, wahrsagenden Stimmen (ὀμφή) schickt, Il. 8, 250, u. danach sp. D., wie Simonds. 44 (VI, 52); Orph. Arg. 658.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνομφαῖος: ὁ, ὁ πέμπων πᾶσαν ὀμφήν, θείαν φωνήν, εἰς ὃν πᾶσα ὀμφὴ ἀναφέρεται» (Εὐστ. 711, 52), «ᾧ πᾶσα φήμη καὶ μαντεία ἀναφέρεται» (Ἡσύχ.), Ἐπίθετ. τοῦ Διός, Ἰλ. Θ. 250, Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 52, Ὀρφ.· Ἥλιος Κόϊντ. Σμ. 5. 626· οὕτως Ἥρα πανομφαία, Ἐτυμολ. Μέγ. 768, 54.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
de qui émanent tous les oracles, tous les présages (Zeus).
Étymologie: πᾶν, ὀμφή.

English (Autenrieth)

(ὀμφή): author of all omens, all-disclosing, Il. 8.250†.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. πανομφαία, Α
(ως επίθ. του Διός και άλλων θεών και θεαινών) αυτός που αποστέλλει μαντείες, θεϊκές φωνές που προοιωνίζονται κάτι («πανομφαῖος Ἠέλιος», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀμφή «θεϊκή φωνή» + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

πᾰνομφαῖος: ὁ (ὀμφή), αυτός που εκπέμπει κάθε θεία φωνή, δημιουργός όλων των μαντικών τεχνών, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνομφαῖος: посылающий все знамения, прорицающий обо всем (Ζεύς Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανομφαῖος -ου, ὁ [πᾶς, ὀμφή] verkondiger van alle voortekenen ( epithet van Zeus).

Middle Liddell

πᾰν-ομφαῖος, ὁ, ὀμφή
sender of all ominous voices, author of all divination, Il., Anth.